ευγενείς

ευγενείς
Στο αρχαϊκό στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, ε. χαρακτηρίζονταν όσοι ξεχώριζαν για τη φυσική ρώμη τους και την πολεμική ικανότητά τους. Είναι σχετικά αξιοσημείωτο ότι σχεδόν σε όλους τους λαούς εκείνης της περιόδου συναντάται η πίστη τόσο στη θεϊκή καταγωγή των ε., όσο και στην κληρονομική μεταβίβαση των εξαιρετικών τους χαρισμάτων. Στους ιστορικούς χρόνους, με την ανάπτυξη των μέσων παραγωγής και τη διεκδίκηση της πολιτικής και της οικονομικής κυριαρχίας από τα λαϊκότερα κοινωνικά στρώματα των εμπόρων και των βιοτεχνών, ο θεσμός της ευγένειας άρχισε να παρακμάζει, με συνέπεια τον βαθμιαίο σχηματισμό μιας νέας αριστοκρατικής τάξης, τα μέλη της οποίας αποτελούσαν τους φορείς της νέας οικονομικής πραγματικότητας και συγχρόνως τους ρυθμιστές της πολιτικής εξουσίας. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξέλιξης αυτής, μπορούμε να αναφέρουμε την άνοδο στο ιστορικό προσκήνιο της Ρώμης κατά τον 3o αι. π.Χ. της τάξης των πλούσιων πληβείων, οι οποίοι πέτυχαν, ύστερα από μακροχρόνιους αγώνες, να εξασφαλίσουν πολιτικά προνόμια και δικαιώματα που κατείχαν παραδοσιακά οι πατρίκιοι, δηλαδή οι απόγονοι των παλιών γενιών. Με τη νεότερη κοινωνιολογική του σημασία, ο όρος ε. χρησιμοποιήθηκε χαρακτηρίζοντας την τάξη των κοσμικών γαιοκτημόνων του Μεσαίωνα, που κατείχε κληρονομικά προνόμια και απαρτιζόταν από τους φεουδάρχες και τα ανώτερα μέλη του κλήρου. Στο πλαίσιο της ίδιας της τάξης, που ξεχώριζε από τις άλλες, όχι μόνο με βάση την οικονομική της θέση, αλλά και με βάση το συγκεκριμένο ηθικό και ιδεολογικό της κώδικα, ίσχυε η διαστρωμάτωση σε μια ανώτερη τάξη ε., την οποία αποτελούσαν οι παλιές αριστοκρατικές οικογένειες, και σε μία κατώτερη, που περιλάμβανε αξιωματούχους της αυλής και πολεμιστές, ηγετικούς κληρικούς και υποτελείς φεουδάρχες. Μια σειρά ειδικών τίτλων καθόριζε με ακρίβεια την ιεραρχική θέση των ε. (δούκας, μαρκήσιος, κόμης και βαρόνος) και υποδήλωνε την έκταση των προνομίων τους, που ήταν συνυφασμένη με αυτήν. Στους κόλπους της τάξης συχνά αναπτύσσονταν έντονες διενέξεις και αντιθέσεις που απέρρεαν κυρίως από τη διάσταση των πολιτικών επιλογών μεταξύ των ιεραρχικά ανώτερων και κατώτερων στρωμάτων. Έτσι οι ε. που ανήκαν στα πρώτα, επεδίωκαν την αυτονόμησή τους από τον βασιλιά και ενθάρρυναν τις διασπαστικές κινήσεις που απέβλεπαν στη φεουδαρχική κατάτμηση, ενώ οι άλλοι, που ανήκαν στα μεσαία και στα κατώτερα στρώματα, ευνοούσαν την πολιτική του συγκεντρωτισμού και συντάσσονταν με τη βασιλική εξουσία. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ύστερη φεουδαρχική περίοδο προέκυψε μια νέα φεουδαρχική διάρθρωση που χαρακτηριζόταν από την ισχυροποίηση της αυλικής αριστοκρατίας και την απόκτηση του τίτλου του ε. από μέλη της αστικής τάξης. Η εξέλιξη αυτή ήταν προφανώς το αποτέλεσμα της καταστροφής των παραδοσιακών οικονομικών δομών που στήριζαν την κλειστή οικονομία του Μεσαίωνα και της σταδιακής ανάπτυξης των καπιταλιστικών συνθηκών οικονομίας που έδωσε το ιστορικό προβάδισμα στην τάξη των αστών. Η εκδήλωση της Βιομηχανικής επανάστασης κατά τον 18o αι. και η συνακόλουθη επέκταση του καπιταλιστικού συστήματος σε ολόκληρη την Ευρώπη, προκάλεσε την οριστική κατάρρευση του παλαιού καθεστώτος και τη ριζική κατάργηση του θεσμού της ευγένειας. Σήμερα πλέον ο τίτλος αυτός έχει χάσει το ιστορικό του αντίκρισμα και όσες φορές συμβαίνει να χρησιμοποιείται διατηρεί αποκλειστικά μια τυπική τιμητική σημασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐγενεῖς — εὐγενής well born masc/fem acc pl εὐγενής well born masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • благородьныи — (83) пр. Знатный, благородного происхождения: Отъ корене издрастоста чс҃тна˫а брата славьна˫а бл҃городьна˫а. Мин XII (июль), 112; М(ч)къ борисъ... бѣ бл҃городьноу родителю и хр(с)ть˫аноу. Парем 1271, 261; аще же свѣща. или аще злодѣиствова г҃нъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων …   Dictionary of Greek

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”